- φατικῶς
- φατικόςassertoryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φατικός — ή, ό / φατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. φρ. «φατική επικοινωνία» (κοινων.) διαδικασία επικοινωνίας, κατά την οποία μεταδίδονται, με τη χρήση ενός κοινού κώδικα για τον πομπό και τον δέκτη, καταστάσεις συναισθημάτων που χρησιμεύουν για τη δημιουργία… … Dictionary of Greek